σακχαροποίηση

σακχαροποίηση
και ζαχαροποίηση, η, Ν
ο μετασχηματισμός τών αμυλωδών ουσιών σε ζυμώσιμα σάκχαρα, υπό την επίδραση ενζύμων ή ανόργανων οξέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαροποιώ. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. saccharification, και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. σακχαροποίησις, από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζαχαροποίηση — η χημ. βλ. σακχαροποίηση …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρο- — Ν (χημ. βιοχ. ιατρ.) α συνθετικό λέξεων που υποδηλώνει ότι το δηλούμενο με το β συνθετικό περιέχει σάκχαρα ή έχει σχέση με τα σάκχαρα (πρβλ. σακχαροδέκτης, σακχαρομύκης, σακχαροποίηση, σακχαροδιαβήτης κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • σακχαροποιήσιμος — η, ο, Ν αυτός που μπορεί να μετατραπεί σε ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαροποίηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • σακχαροποιητικός — ή, ό, Ν αυτός που μπορεί να προκαλέσει σακχαροποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαροποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • Βιλστέτερ, Ρίχαρντ — (Richard Willstätter, Καρλσρούη 1872 – Λοκάρνο 1942).Γερμανός χημικός. Σπούδασε χημεία στο Μόναχο, με καθηγητή τον Άντολφ φον Μπέγερ, και αργότερα δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, στο Ινστιτούτο Κάιζερ Γουλιέλμου του Βερολίνου και στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”