- σακχαροποίηση
- και ζαχαροποίηση, η, Νο μετασχηματισμός τών αμυλωδών ουσιών σε ζυμώσιμα σάκχαρα, υπό την επίδραση ενζύμων ή ανόργανων οξέων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαροποιώ. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. saccharification, και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. σακχαροποίησις, από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου].
Dictionary of Greek. 2013.